λάκκος

λάκκος
Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 52 κάτ.) στην πρώην επαρχία Οιτύλου του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, στη δυτική Μάνη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οιτύλου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 50 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαμών του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεύκτρου.
* * *
(I)
ο (AM λάκκος, Α και λάκος)
φυσικό ή τεχνητό κοίλωμα τού εδάφους σχετικά βαθύ, λακκούβα (α. «έπεσα σε έναν λάκκο με νερά» β. «δεῡτε ἀποκτείνωμεν αὐτὸν καὶ ῤίψωμεν εἰς ἕνα τῶν λάκκων», ΠΔ)
νεοελλ.
1. κάθε κοίλωμα, βαθούλωμα
2. φρ. α) «τό 'να ποδάρι του τό 'χει μες στο λάκκο» — είναι μελλοθάνατος λόγω ασθενείας ή λόγω γήρατος
β) «σκάβω τον λάκκο κάποιου» — υπονομεύω κάποιον, γίνομαι αιτία καταστροφής κάποιου
γ) «έπεσα στον λάκκο με τα φίδια» — βρέθηκα παγιδευμένος σε πολύ άσχημη κατάσταση
3. παροιμ. «κάποιο λάκκο έχει η φάβα» — κάτι ύποπτο συμβαίνει
νεοελλ.-μσν.
1. τάφος, μνήμα
2. οφθαλμική κοιλότητα
3. μτφ. κατάντημα, ξεπεσμός
4. παροιμ. «όποιος σκάβει τον λάκκο τού αλλουνού πέφτει μέσα ο ίδιος» ή «οπού λάκκον έσκαψε διά να χώσει άλλον, εκείνος μέσα έπεσε» — αυτός που σχεδιάζει κακά εναντίον κάποιου βλάπτεται ο ίδιος
μσν.
1. χαράκωμα, χαντάκι, τάφρος
2. αγκυροβόλι
3. φρ. α) «λάκκος αβύσσου» ή «κατώτατος λάκκος» — ο κάτω κόσμος, ο Άδης
β) «σπίτι λάκκου» — φυλακή
(μσν. -αρχ.)
1. δεξαμενή, στέρνα («ἐν τοῑς καπηλείοις λάκκους ἐμποιεῑν ὕδατος», Αριστοφ.)
2. είδος φυλακής που βρίσκεται σε βαθύ μέρος από το οποίο με δυσκολία μπορεί να βγει κάποιος, πρωτόγονο κρατητήριο
αρχ.
1. φυσική ή τεχνητή λίμνη μέσα στην οποία ζουν θηρευτικά υδρόβια πτηνά («ἔτρεφόν τε ὄρνιθας χερσαίους καὶ λιμναίους ἔν τε τοῑς οἰκήμασι καὶ λάκκοισι», Ηρόδ.)
2. μικρή δεξαμενή ή μικρή αποθήκη για εναποθήκευση βρόχινου νερού, κρασιού, λαδιού ή σιταριού
3. είδος πρωτόγονου θηριοτροφείου («ἀλλ' ἢ παρὰ σοῡ, βασιλεῡ, ἐμβληθήσεται εἰς τὸν λάκκον τῶν λεόντων», ΠΔ)
4. μτφ. βασανιστήριο, δεσμωτήριο, τόπος βασανισμού («ἀνήγαγέ με ἐκ λάκκου ταλαιπωρίας», Ψαλμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται σε τ. *λακFος < ΙΕ ρίζα *laku «συγκέντρωση νερού σε κοίλωμα, λίμνη» και συνδέεται με τα λατ. lacus «λίμνη, δεξαμενή», ιρλδ. loch «λίμνη, έλος», αρχ. σαξον. lagu «λίμνη, νερό», αρχ. σλαβ. loky «λάκκος». Το θ. τής λ. μαρτυρείται σε ονομ. μικρού λιμανιού στις Συρακούσες Λάκκιον.
ΠΑΡ. λακκώδης
αρχ.
λακκαίος, λακκάριος, λακκώ
αρχ.-μσν.
λακκίζω
μσν.
λάκκι, λακκούδι
νεοελλ.
λακκάκι, λακκίσκος, λακκούβα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. λακκόπεδον, λακκόπλουτος, λακκοποιός, λακκόπρωκτος, λακκοσκαπέρδας, λακκοσκάπερδον, λακκοσχέας
μσν.
λακκοπιγουνάτος. (Β' συνθετικό) αρχ. επίλακκος
νεοελλ.
αλατόλακκος, ασβεστόλακκος, καρβουνόλακκος, κοπρόλακκος, νερόλακκος, χαμόλακκος, χιονόλακκος].
————————
(II)
λάκκος, ὁ (Α)
φρ. «λάκκος χρωμάτινος» — είδος ενδύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Είναι δάνειο από το πρακριτικό lakkha < αρχ. ινδ. lāksā «βερνίκι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λάκκος — pond masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάκκος — ο βαθύ κοίλωμα του εδάφους, γούβα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Λάκκος Σκλαβοπούλας — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.000 μ., 20 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σελίνου του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πελεκάνου …   Dictionary of Greek

  • Καλός Λάκκος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ακατοίκητος ορεινός οικισμός (υψόμ. 620 μ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεύκης. 2. Ακατοίκητος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 470 …   Dictionary of Greek

  • Μέγας Λάκκος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 900 μ., 31 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Βρίσκεται κοντά στα σύνορα με τον νομό Ευρυτανίας, στον οποίο και υπαγόταν μέχρι το 1974. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιτάμου …   Dictionary of Greek

  • λάκκε — λάκκος pond masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάκκοι — λάκκος pond masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάκκοις — λάκκος pond masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάκκοισι — λάκκος pond masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάκκον — λάκκος pond masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”